- μουσοφίλητος
- μουσο-φίλητος [ῐ], ον,A dear to the Muses, Corinn.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μουσοφίλητος — μουσοφίλητος, ον (Α) αγαπητός στις Μούσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + φιλητος (< φιλῶ), πρβλ. θεο φίλητος] … Dictionary of Greek
μουσοφίλητε — μουσοφίλητος dear to the Muses masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… … Dictionary of Greek